- ξοδεμός
- οβλ. ξόδεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξόδεμα — ξόδεμα, το και ξόδιασμα, το, ατος και ξοδεμός, ο και ξόδεψη, η δαπάνη, διάθεση χρημάτων, σπατάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)